- ευδοξία
- (; – 404 μ.Χ.). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (400-4). Κόρη Φράγκου στρατηγού, έγινε σύζυγος του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408). Η Ε. ήταν υπερβολικά φιλόδοξη και αυταρχική με έντονη προσωπικότητα. Ήρθε γρήγορα σε σύγκρουση με τον ισχυρό ευνούχο Ευτρόπιο –στον οποίο όφειλε τον γάμο της με τον Αρκάδιο– πέτυχε τη δολοφονία του και ανακηρύχτηκε αυγούστα (400 μ.Χ.). Η άμετρη φιλοδοξία της, η σκανδαλώδης αυτοπροβολή της και ο τρόπος ζωής της, ώθησαν τον τότε πατριάρχη Ιωάννη Χρυσόστομο σε επανειλημμένες και σθεναρές επιθέσεις από τον άμβωνα εναντίον της, οι οποίες τον οδήγησαν τελικά στην εξορία. Η Ε. πέθανε κατά τον τοκετό, μισητή από όλο τον λαό.
Νόμισμα που απεικονίζει την αυτοκράτειρα του Βυζαντίου Ευδοξία.
* * *η (Α εὐδοξία) [εύδοξος]1. καλή φήμη, δόξα, υπόληψη («τῆς εὐδοξίας λαχοῡσα», Ευρ.)2. αρετή, υπεροχή («τὰς εὐδοξίας τὰς τῆς πατρίδος θεραπεύειν», Δημοσθ.)3. επιδοκιμασία, αποδοχή4. ορθή γνώμη, κρίση.
Dictionary of Greek. 2013.